πέτρινος

πέτρινος
πέτρῐνος, η, ον,
A rocky,

ὄρος Hdt.2.8

;

κοίτη S.Ph.160

(anap.); ὄχθος, δειράδες, etc., E.IT290, 1089 (lyr.), etc.;

στάλα IG5(1).1111.37

([place name] Geronthrae);

ποτήριον Anon.Vat.56

; λίθοι (opp. λευκοί, 'marble') Supp.Epigr.4.446 (Didyma, iii B. C.); π. ῥόος, τοῖχος π., Schwyzer89.9, 18 (Argos, iii B. C.): metaph., of a person, Anaxipp.3.3 (s. v. l.).
II changed into rock, of Niobe, Tz.H.4.715.
III π. ἀκοντισμός, a Celtic manoeuvre, Arr.Tact.37.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πέτρινος — rocky masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτρινος — η, ο / πέτρινος, ίνη, ον, ΝΜΑ [πέτρα] 1. βραχώδης (α. «ο πέτρινος όγκος τού Υμηττού» β. «παρὰ πετρίνας πόντου δειράδας», Ευρ.) 2. φτιαγμένος από πέτρα («πέτρινος τοίχος») 3. πολύ σκληρός ή πολύ ανθεκτικός («πέτρινη καρδιά») μσν. (για τη Νιόβη)… …   Dictionary of Greek

  • πέτρινος — η, ο 1. ο από πέτρα κατασκευασμένος: Πέτρινο σπίτι. – Πέτρινα σκαλιά. 2. μτφ., σκληρός: Έχει πέτρινη καρδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πετρίνων — πέτρινος rocky fem gen pl πέτρινος rocky masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτρινον — πέτρινος rocky masc acc sg πέτρινος rocky neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετρίναις — πέτρινος rocky fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετρίνη — πέτρινος rocky fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετρίνην — πέτρινος rocky fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετρίνης — πέτρινος rocky fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετρίνοις — πέτρινος rocky masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετρίνοισι — πέτρινος rocky masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”